μεμβρανώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεμβρανώδης < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική membraneux
Επίθετο
επεξεργασίαμεμβρανώδης
- που μοιάζει με ή αποτελείται από μεμβράνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεμβρανώδης
μεμβρανώδης