Δείτε επίσης: αἱμορροϊκός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμορροϊκός η αιμορροϊκή το αιμορροϊκό
      γενική του αιμορροϊκού της αιμορροϊκής του αιμορροϊκού
    αιτιατική τον αιμορροϊκό την αιμορροϊκή το αιμορροϊκό
     κλητική αιμορροϊκέ αιμορροϊκή αιμορροϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμορροϊκοί οι αιμορροϊκές τα αιμορροϊκά
      γενική των αιμορροϊκών των αιμορροϊκών των αιμορροϊκών
    αιτιατική τους αιμορροϊκούς τις αιμορροϊκές τα αιμορροϊκά
     κλητική αιμορροϊκοί αιμορροϊκές αιμορροϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιμορροϊκός < (ελληνιστική κοινήαἱμορροϊκός < αρχαία ελληνική αἷμα + ῥέω

  Επίθετο

επεξεργασία

αιμορροϊκός, -ή, -ό

  • (ιατρική) που έχει σχέση με την αιμόρροια, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
    Σε «αιμορροϊκό σοκ από τραύμα στο δεξιό επικάρπιο», όπως μνημονεύεται στην ιατροδικαστική έκθεση, αποδίδεται ο θάνατος του 20χρονου σπουδαστή. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία