εξωκάρπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξωκάρπιο | τα | εξωκάρπια |
γενική | του | εξωκάρπιου & εξωκαρπίου |
των | εξωκάρπιων & εξωκαρπίων |
αιτιατική | το | εξωκάρπιο | τα | εξωκάρπια |
κλητική | εξωκάρπιο | εξωκάρπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωκάρπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική exocarp < αρχαία ελληνική ἔξω + καρπός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξωκάρπιο ουδέτερο
- (βοτανική) ό,τι περιβάλλει τον καρπό ενός φυτού (π.χ. ο φλοιός ενός μήλου ή το κέλυφος ενός καρυδιού