μήλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μήλο | τα | μήλα |
γενική | του | μήλου | των | μήλων |
αιτιατική | το | μήλο | τα | μήλα |
κλητική | μήλο | μήλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μήλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μῆλον (στον Όμηρο, καρπός, πρόβατο)
- ζυγωματικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pomme d΄Adam[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐λο
- ομόηχο: μύλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμήλο ουδέτερο
- (φρούτο) ο εδώδιμος καρπός της μηλιάς (μηλέας)
- (στον πληθυντικό) τα μήλα του προσώπου: τα ζυγωματικά, το άνω τμήμα των παρειών
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη μήλα (παιδικό παιχνίδι με μπάλα)
Εκφράσεις
επεξεργασία- το μήλο του Αδάμ: ο κόμπος, η προεξοχή στο λαιμό των ανδρών, το καρύδι
- το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει: τα παιδιά φέρονται όπως και οι γονείς τους
- το μήλον της έριδος: αντικείμενο διαμάχης
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- μηλαφάνα
- μηλόδενδρο
- μηλοέλατο
- μηλοκολοκύθα, μηλοκολόκυθο
- μηλόκρασο
- μηλόκρεμα
- μηλοκυδώνι, μηλοκύδωνο
- μηλολόνθη
- μηλομαρμελάδα
- μηλοπαραγωγή
- μηλοπαραγωγός
- μηλόπαστα
- μηλοπεπόνι
- μηλοπεπονιά
- μηλοπέπονο
- μηλόπιτα
- μηλοπούρναρο
- μηλοροδακινιά
- μηλοροδάκινο
- μηλοσαλάτα
- μηλόσουπα
- μηλόταρτα
- μηλοφάγος
- μηλοφόρος
- μηλόχορτο
- μηλοχυμός
- κυπαρισσόμηλο
- ξινόμηλο
Σημειώσεις
επεξεργασία- πολυτονική γραφή: μῆλο, αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα': μῆλον
- Στην αγγλική, η λέξη melon και τα σύνθετά της, σημαίνουν επίσης καρπούς: melon πεπόνι, watermelon, καρπούζι, κλπ.
Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες γλώσσες με λέξεις που προέρχονται από την λατινική melo (γενική: melonis).
Μεταφράσεις
επεξεργασία μήλο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μήλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας