Apfel
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Apfel | die | Äpfel |
γενική | des | Apfels | der | Äpfel |
δοτική | dem | Apfel | den | Äpfeln |
αιτιατική | den | Apfel | die | Äpfel |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Apfel < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική apfel < παλαιά άνω γερμανική apful [1] [2] < πρωτογερμανική *apluz
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαApfel (de) αρσενικό
- (φρούτο) το μήλο
- Heute morgen habe ich zwei Äpfel gegessen.
- Σήμερα το πρωί έφαγα δυο μήλα.
- Heute morgen habe ich zwei Äpfel gegessen.
- (συνεκδοχικά) η μηλιά
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) τα γυναικεία στήθη
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- Äpfel mit Birnen vergleichen : το να συγκρίνω μήλα με πορτοκάλια, το να συγκρίνω δυο ασύγκριτα πράγματα
Παροιμίες
επεξεργασία- der Apfel fällt nicht weit vom Stamm : το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει
- ein Apfel pro Tag, hält den Doktor fern : ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Apfel στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Apfel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαApfel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Priimki (A-F), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (A-F), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [1]
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Apfel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαApfel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]