melon
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
melon | melons |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
melon (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
melon | melons |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
melon (fr) αρσενικό
- (φυτό) η πεπονιά
- (φρούτο) το πεπόνι
- (ενδυμασία) είδος καπέλου
- (χυδαίο) (υβριστικό) άτομο αραβικής καταγωγής
- (αργκό) (Γαλλία) πρωτοετής φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Saint-Cyr
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
melon (eo)
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
melon (pl)