καρπούζι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρπούζι | τα | καρπούζια |
γενική | του | καρπουζιού | των | καρπουζιών |
αιτιατική | το | καρπούζι | τα | καρπούζια |
κλητική | καρπούζι | καρπούζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καρπούζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karpuz + -ι[1] < οθωμανική τουρκική قارپوز (karpuz) < περσική خربزه (xarboze, πεπόνι).[2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈpu.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐πού‐ζι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καρπούζι ουδέτερο
- (φρούτο) ο καρπός της καρπουζιάς (Citrullus lanatus) με πράσινη, λεία και χοντρή φλούδα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- σκάω (κάτω) σαν καρπούζι : πέφτω κάτω απότομα και με θόρυβο
- δε χωρούν δύο καρπούζια σε μία μασχάλη : δεν πρέπει κανείς να υπερεκτιμά τις δυνατότητές του, αναλαμβάνοντας ευθύνες πέρα από τις δυνάμεις του, γιατί τότε αποτυγχάνει
- μάπα το καρπούζι : για περιπτώσεις που κάτι αποδεικνύεται κατώτερο από το αναμενόμενο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- καρπούζι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καρπούζι
Επεξεργασία
- ↑ «καρπούζι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.