Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειμωνικό τα χειμωνικά
      γενική του χειμωνικού των χειμωνικών
    αιτιατική το χειμωνικό τα χειμωνικά
     κλητική χειμωνικό χειμωνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειμωνικό < χειμωνικός, χειμώνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειμωνικό ουδέτερο

  1. (φρούτο) το καρπούζι (επειδή βγαίνει και μας δροσίζει μέσα στο κατακαλόκαιρο)
    Δεν χωρούν δυο χειμωνικά σε μια μασχάλη
    Στο χειμωνικό δεν κολλάει χερούλι (όταν προσπαθεί κάποιος να κάνει κάτι αφύσικο ή αδύνατο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χειμωνικό