χειμωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειμωνικός < αρχαία ελληνική χειμών
Επίθετο
επεξεργασίαχειμωνικός
Συγγενικά
επεξεργασία- το χειμωνικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειμωνικός
→ δείτε τη λέξη χειμωνιάτικος |
χειμωνικός
→ δείτε τη λέξη χειμωνιάτικος |