χειμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χειμών | οἱ | χειμῶνες |
γενική | τοῦ | χειμῶνος | τῶν | χειμώνων |
δοτική | τῷ | χειμῶνῐ | τοῖς | χειμῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | χειμῶνᾰ | τοὺς | χειμῶνᾰς |
κλητική ὦ! | χειμών | χειμῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειμῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χειμώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειμών < χεῖμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeym-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειμών αρσενικό
- (εποχή) χειμώνας, ως εποχή
- ⮡ χειμῶνος ὥρᾳ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1089 (1088-1090)
- εὔδαιμον φῦλον πτηνῶν | οἰωνῶν, οἳ χειμῶνος μὲν | χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται·
- Καλότυχα είναι τα πουλιά | για το χειμώνα έχουν φτερά | και κάπες δεν τους χρειάζονται·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- εὔδαιμον φῦλον πτηνῶν | οἰωνῶν, οἳ χειμῶνος μὲν | χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται·
- κακοκαιρία, χειμωνιάτικος καιρός ανεξαρτήτως εποχής
- τρικυμία στη θάλασσα
- (μεταφορικά) βαρύ πλήγμα, συμφορά
- ⮡ θεόσσυτον χειμῶνα - καταιγίδα από συμφορές, σταλμένη από το θεό (Αισχύλος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χειμών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειμών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.