Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χειμών οἱ χειμῶνες
      γενική τοῦ χειμῶνος τῶν χειμώνων
      δοτική τῷ χειμῶν τοῖς χειμῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χειμῶν τοὺς χειμῶνᾰς
     κλητική ! χειμών χειμῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χειμῶνε
γεν-δοτ τοῖν  χειμώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χειμών < χεῖμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeym-

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χειμών αρσενικό

  1. (εποχή) χειμώνας, ως εποχή
    χειμῶνος ὥρᾳ
  2. κακοκαιρία, χειμωνιάτικος καιρός ανεξαρτήτως εποχής
  3. τρικυμία στη θάλασσα
  4. (μεταφορικά) βαρύ πλήγμα, συμφορά
    θεόσσυτον χειμῶνα  : καταιγίδα από συμφορές, σταλμένη από το θεό (Αισχύλος)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία