Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χεῖμᾰ τὰ χείμᾰτ
      γενική τοῦ χείμᾰτος τῶν χειμᾰ́των
      δοτική τῷ χείμᾰτ τοῖς χείμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χεῖμᾰ τὰ χείμᾰτ
     κλητική ! χεῖμᾰ χείμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χείμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χειμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χεῖμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeym- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰey- (χειμώνας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χεῖμα ουδέτερο
  1. (μετεωρολογία)
    1. χειμερινός καιρός, παγωνιά, κρύο
    2. θύελλα
  2. (εποχή) χειμώνας (ως εποχή)
    παράλληλος τύπος χειμών

Παράγωγα επεξεργασία

δείτε και τα συγγενικά τους

και

  Πηγές επεξεργασία