Ετυμολογία

επεξεργασία

χειμάδιον < χειμάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειμάδιον ουδέτερο

  • χώρος στον οποίο μπορεί να περάσει κάποιος τη βαρυχειμωνιά