Ετυμολογία

επεξεργασία

χειμάζω < χεῖμα

χειμάζω

  1. φέρνω το χειμώνα, εκθέτω κάποιον στις δυσμενείς συνθήκες του χειμώνα
    πάντα γὰρ θεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος εἰκάσαι πάρα.
  2. (μεταφορικά) φέρνω δυστυχία, σύγχυση
    ὡς τόδ᾽ αἷμα χειμάζον πόλιν : το αίμα που φέρνει τρικυμία στην πόλη
  3. κακοπαθαίνω από τρικυμια
    ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου χειμαζόμενοι ἐν ἀλιμένῳ χωρίῳ: με τους έντονους ανέμους, βρέθηκαν να θαλασσοχτυπιώνται σε περιοχή δίχως λιμάνι
  4. περνάω το χειμώνα, διαχειμάζω
    χειμασθέντα δένδρα
    Μαρδόνιος δὲ περὶ τὴν Θεσσαλίην ἐχείμαζε
  5. απρόσωπο χειμάζει: είναι χειμώνας, κάνει κακό καιρό
    ἐχείμαζε ἡμέρας τρεῖς : η κακοκαιρία κράτησε 3 ημέρες


Εκφράσεις

επεξεργασία
  • χειμάσει: θα χαλάσει ο καιρός, έρχεται μπόρα, καταιγίδα, κακοκαιρία