Ετυμολογία

επεξεργασία

χειμαίνω < χεῖμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειμαίνω

  1. προκαλώ τρικυμία, είμαι τρικυμιώδης
    θάλασσα . . ἄγρια χειμήνασα (τρικυμιώδης
  2. (μεταφορικά) ταράζω, φέρνω δυστυχία
    φόβῳ κεχείμανται φρένες (ο νους τρικυμιάζει από το φόβο)
    χειμαίνει ὁ χειμαζόμενος (:ο δυστυχισμένος προκαλεί και στους άλλους δυστυχία)

Συνώνυμα

επεξεργασία