χειμαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χειμαίνω < χεῖμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειμαίνω
- προκαλώ τρικυμία, είμαι τρικυμιώδης
- θάλασσα . . ἄγρια χειμήνασα (τρικυμιώδης
- (μεταφορικά) ταράζω, φέρνω δυστυχία
- φόβῳ κεχείμανται φρένες (ο νους τρικυμιάζει από το φόβο)
- χειμαίνει ὁ χειμαζόμενος (:ο δυστυχισμένος προκαλεί και στους άλλους δυστυχία)