χειμασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χειμασία < χειμάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειμασία θηλυκό
- η διαχείμαση
- γέρανοι δὲ φεύγουσαι τὸν χειμῶνα τὸν ἐν τῇ Σκυθικῇ χώρῃ γινόμενον φοιτῶσι ἐς χειμασίην ἐς τοὺς τόπους τούτους. (Ηρόδοτος)
- διαμερίσματα οίκων τα οποία είναι καταλληλότερα για το χειμώνα (ελληνιστική έννοια)