διαχείμαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαχείμαση | οι | διαχειμάσεις |
γενική | της | διαχείμασης* | των | διαχειμάσεων |
αιτιατική | τη | διαχείμαση | τις | διαχειμάσεις |
κλητική | διαχείμαση | διαχειμάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαχειμάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαχείμαση < διαχειμάζω + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝaˈçi.ma.si/ & /ði̯aˈçi.ma.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαχείμαση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχειμάζω