Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαχειμάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχειμάζω
  2. θα διαχειμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχειμάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

διαχειμάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαχείμαση