διαχειμάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαχειμάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχειμάζω
- θα διαχειμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχειμάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαχειμάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαχείμαση