Ετυμολογία

επεξεργασία
διαχειμάζω < αρχαία ελληνική διαχειμάζω < δια- + αρχαία ελληνική χειμάζω < χεῖμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝa.çiˈma.zo/ & /ði̯a.çiˈma.zo/

διαχειμάζω

  1. άλλη μορφή του ξεχειμάζω
  2. άλλη μορφή του ξεχειμωνιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία