Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχειμάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεχειμάζω < εκχειμάζω < ἐκ + αρχαία ελληνική χεῖμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.çiˈma.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

ξεχειμάζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία