χείμαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χείμαρος < αβέβαιης ετυμ. ίσως από το χείμερος, που πιθανά σχηματίστηκε ως αντώνυμο της δυσχείμερος (μεγάλη κακοκαιρία), για να αποδώσει δηλαδή το αντίστροφο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχείμαρος αρσενικό