Δείτε επίσης: χείμαρρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χείμαρος < αβέβαιης ετυμ. ίσως από το χείμερος, που πιθανά σχηματίστηκε ως αντώνυμο της δυσχείμερος (μεγάλη κακοκαιρία), για να αποδώσει δηλαδή το αντίστροφο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χείμαρος αρσενικό

  • πάσσαλος που ήταν τοποθετημένος σαν βύσμα, τάπα στον πυθμένα του πλοίου και τον έβγαζαν όταν τραβούσαν το πλοίο στην ξηρά για να αδειάσουν τα νερά της βροχής (που διαφορετικά θα λίμναζαν μέσα του)