Ετυμολογία

επεξεργασία
χειμοθνής < χειμών και θνῄσκω

  Επίθετο

επεξεργασία
χειμοθνής αρσενικό ή θηλυκό (γενική: χειμοθνῆτος) (ίσως και ουσιαστικό, όπως φέρονται τα λιμοθνής, ἀνδροθνής)
  • που πέθανε από το κρύο, κοκαλωμένος από την παγωνιά