↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειμωνιάτικος η χειμωνιάτικη το χειμωνιάτικο
      γενική του χειμωνιάτικου της χειμωνιάτικης του χειμωνιάτικου
    αιτιατική τον χειμωνιάτικο τη χειμωνιάτικη το χειμωνιάτικο
     κλητική χειμωνιάτικε χειμωνιάτικη χειμωνιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειμωνιάτικοι οι χειμωνιάτικες τα χειμωνιάτικα
      γενική των χειμωνιάτικων των χειμωνιάτικων των χειμωνιάτικων
    αιτιατική τους χειμωνιάτικους τις χειμωνιάτικες τα χειμωνιάτικα
     κλητική χειμωνιάτικοι χειμωνιάτικες χειμωνιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειμωνιάτικος < χειμώνας

  Επίθετο

επεξεργασία

χειμωνιάτικος

  1. ο σχετικός με το χειμώνα ή με το κρύο
    χειμωνιάτικος καιρός, χειμωνιάτικα ρούχα
  2. σε αντιδιαστολή προς κάτι λιγότερο ζεστό
    Βάλε μια χειμωνιάτικη κουβέρτα γιατί αυτή είναι λεπτή, δεν θα σε πιάσει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία