μάπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάπα | οι | μάπες |
γενική | της | μάπας | — | |
αιτιατική | τη | μάπα | τις | μάπες |
κλητική | μάπα | μάπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάπα <
- πρόσωπο: < διάλεκτος (άμεσο δάνειο) ιταλική mappa (μαντίλι για το κεφάλι) < λατινική mappa[1] απ' όπου και η ελληνιστική μάππα[2]
- λάχανο < πιθανόν εξηγείται από τη μεσαιωνική μάππα 'σφαίρα, μπάλα' < ελληνιστική κοινή μάππα (μαντίλι, πανί, πετσέτα) < λατινική mappa[3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάπα θηλυκό
- το πρόσωπο, η μούρη, η φάτσα
- δεν μου αρέσει η μάπα του
- το λάχανο
- είδος σφουγγαρίστρας
- φέρε τη μάπα να μαζέψουμε τα νερά
- δείτε και μόπα
- φέρε τη μάπα να μαζέψουμε τα νερά
- (μεταφορικά) άχρηστο ή/και κακής ποιότητας αντικείμενο
- (ναυτ.) κάθε είδους κούμπωμα, πόρπη
- (παρωχημένο) μπάλα (μεσαιωνική έννοια, αλλά στην Κύπρο η μπάλα και το ποδόσφαιρο λέγονται και μάππα)
- (μεταφορικά) ξύλο, ξυλοδαρμός, βιαιοπραγία
Εκφράσεις
επεξεργασία- μάπα το καρπούζι: βγήκε άχρηστο το αντικείμενο ή η κατάσταση
- μου είπανε ότι έχει καλές κάλτσες αλλά τελικά... μάπα το καρπούζι
- μάπα το λάχανο : με την έννοια της απογοήτευσης από κάτι που αναμενόταν καλύτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία άχρηστο/κακής ποιότητας
|
λάχανο
|
πρόσωπο
|
σφουγγαρίστρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μάπα, μάπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Στο Λεξικό του, προτείνει την ετυμολογική γραφή με δύο π.