βιαιοπραγία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βιαιοπραγία < βιαιοπραγ(ώ) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική acte de violence)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.e.o.pɾaˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐αι‐ο‐πρα‐γί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βιαιοπραγία θηλυκό
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βιαιοπραγώ, βία και πράττω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ βιαιοπραγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.