βιαιοπραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιαιοπραγία < βιαιοπραγ(ώ) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική acte de violence)[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gewaltakt[1] [2])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.e.o.pɾaˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐αι‐ο‐πρα‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιαιοπραγία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βιαιοπραγώ, βία και πράττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 βιαιοπραγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 βιαιοπραγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)