Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιαιοπραγώ < βία + -ο- + πράττω

  Ρήμα επεξεργασία

βιαιοπραγώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία