βιοπραγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.o.pɾaˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐πρα‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοπραγία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις βιαιοπραγώ, βία και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοπραγία
|