↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάπας οι μάπες
      γενική του μάπα
    αιτιατική τον μάπα τους μάπες
     κλητική μάπα μάπες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μάπας < μάπα (με σημασία: πρόσωπο) + < από διάλεκτο (άμεσο δάνειο) ιταλική mappa[1]. Δείτε επίσης την (ελληνιστική κοινήμάππα < λατινική mappa[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάπας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη μάπα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μάπας

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μάπα, μάπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Στο Λεξικό του, προτείνει την ετυμολογική γραφή με δύο π.