Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεφάλας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Εκφράσεις
1.3.1
Μεταφράσεις
1.4
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεφάλας
< κεφάλ- +
-άλας
<
κεφάλι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεφάλας
αρσενικό
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι
(
σκωπτικό
)
που δεν καταλαβαίνει εύκολα
Εκφράσεις
επεξεργασία
είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεφάλας
γαλλικά
:
bêta
(fr)
, qui a une
grosse
(fr)
tête
(fr)
,
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
κεφάλας
γενική
ενικού
του
κεφάλα