Δείτε επίσης: χάλια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxa.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐λια
τονικό παρώνυμο: χαλιά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

χάλια < πληθυντικός αριθμός του χάλι σε θέση επιρρήματος ή επιρρηματικού κατηγορουμένου

  Επίρρημα επεξεργασία

χάλια

  • (ανεπίσημο) σε πολύ άθλια κατάσταση
    Χάλια τα 'κανες! Πρέπει να τα καθαρίσεις τώρα.
    Περάσαμε χάλια. Δε θα ξαναπάμε στο ίδιο μέρος για διακοπές.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

χάλια: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

χάλια ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία