ενεστώτας mess up
γ΄ ενικό ενεστώτα messes up
αόριστος messed up
παθητική μετοχή messed up
ενεργητική μετοχή messing up

Ετυμολογία

επεξεργασία
mess up <  δείτε τις λέξεις mess και up

mess up (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χαλάω, κάνω λάθος, αποτυγχάνω σε κάτι ή κάνω κάτι άσχημα
      You messed up the job.
    Τη χάλασες τη δουλειά.
      I messed up badly.
    Έκανα μεγάλο λάθος.
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) στραπατσάρω, πληγώνω σωματικά κάποιον
      I got messed up in a fight.
    Στραπατσαρίστηκα σ' ένα καυγά.
      The broken glass messed up his face.
    Τα σπασμένα τζάμια τού στραπατσάρισαν το πρόσωπο.
  3. (μεταβατικό) χαλάω, ανακατεύω, μπερδεύω κάτι
      The wind messed up my new hairstyle.
    Μου το χάλασε το νέο μου χτένισμα ο αέρας.
      Her hair was messed up.
    Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα.
      Don’t mess up my drawers.
    Μη μου ανακατεύεις τα συρτάρια.
      Make sure you don’t mess my papers up.
    Κοίτα μην μπερδέψεις τα χαρτιά σου.
  4. (μεταβατικό) χαλάω, στραπατσάρω, καταστρέφω κάτι
      The weather messed up our plans.
    Ο καιρός μας χάλασε τα σχέδια.
      Walk more carefully so you don’t mess up your shoes.
    Περπάτα πιο προσεχτικά για να μην στραπατσάρεις τα παπούτσια σου.