στραπατσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστραπατσάρω (παθητική φωνή: στραπατσάρομαι)
- χαλάω ή καταστρέφω την όψη κάποιου αντικειμένου ή προσώπου
- (μεταφορικά) εξευτελίζω, μειώνω την αξιοπρέπεια ή το ηθικό κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- θα σου στραπατσάρω τη μάπα: θα σου σπάσω κόκαλα στο πρόσωπο, θα σε δείρω βιαίως