Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στραπάτσο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στραπάτσ
ο
τα
στραπάτσ
α
γενική
του
στραπάτσ
ου
των
στραπάτσ
ων
αιτιατική
το
στραπάτσ
ο
τα
στραπάτσ
α
κλητική
στραπάτσ
ο
στραπάτσ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στραπάτσο
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
strapazzo
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στραπάτσο
ουδέτερο
μεγάλη
ζημιά
ή
καταστροφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στραπάτσο
αγγλικά
:
whammy
(en)
,
το μεγαλύτερο/κυρίως στραπάτσο
:
brunt
(en)