ενεστώτας crumple
γ΄ ενικό ενεστώτα crumples
αόριστος crumpled
παθητική μετοχή crumpled
ενεργητική μετοχή crumpling

crumple (en)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο, προαιρετικά με up) τσαλακώνω, στραπατσάρω, πιέζω κάτι σε πτυχές· κάτι πιέζεται σε πτυχές
    ⮡  crumpled paper - τσαλακωμένο χαρτί
    ⮡  He crumpled the letter in his hand.
    Τσαλάκωσε το γράμμα στο χέρι του.
    ⮡  The clothes were crumpled up in the suitcase.
    Τα ρούχα τσαλακώθηκαν στη βαλίτσα.
    ⮡  The bus was badly crumpled up.
    Το λεωφορείο στραπατσαρίστηκε πολύ.
     συνώνυμα: crush