crumple
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | crumple |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crumples |
αόριστος | crumpled |
παθητική μετοχή | crumpled |
ενεργητική μετοχή | crumpling |
Ρήμα
επεξεργασίαcrumple (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, προαιρετικά με up) τσαλακώνω, στραπατσάρω, πιέζω κάτι σε πτυχές· κάτι πιέζεται σε πτυχές