↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραπατσαρισμένος η στραπατσαρισμένη το στραπατσαρισμένο
      γενική του στραπατσαρισμένου της στραπατσαρισμένης του στραπατσαρισμένου
    αιτιατική τον στραπατσαρισμένο τη στραπατσαρισμένη το στραπατσαρισμένο
     κλητική στραπατσαρισμένε στραπατσαρισμένη στραπατσαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραπατσαρισμένοι οι στραπατσαρισμένες τα στραπατσαρισμένα
      γενική των στραπατσαρισμένων των στραπατσαρισμένων των στραπατσαρισμένων
    αιτιατική τους στραπατσαρισμένους τις στραπατσαρισμένες τα στραπατσαρισμένα
     κλητική στραπατσαρισμένοι στραπατσαρισμένες στραπατσαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραπατσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στραπατσάρω

στραπατσαρισμένος, -η, -ο

  1. που έχει στραπατσαριστεί κυριολεκτικά από μία βίαιη άσκηση πίεσης
    *Το στραπατσαρισμένο ΙΧ μεταφέρθηκε στη μάντρα
  2. (μεταφορικά) που έχει καμφθεί το ηθικό του από μεγάλες αναποδιές, που έχει κακοπάθει, ταλαιπωρηθεί
    *Μάζεψε τον στραπατσαρισμένο εγωισμό του και έφυγε
    *...ντάλα μεσημέρι, βλέπεις ξάφνου να παρουσιάζονται στο δρόμο δυο-τρία ερημικά φανταράκια, στραπατσαρισμένα, κουτσαίνοντας, που τραβάνε κι αυτά πάνω. (Αγγ. Τερζάκη "Απρίλης")

  Μεταφράσεις

επεξεργασία