στραπατσάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραπατσάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική strapazzada
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστραπατσάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) ομελέτα με χτυπημένα αβγά μαγειρεμένα σε σάλτσα ντομάτας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στραπατσάδα
|