Δείτε επίσης: Καγιανάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καγιανάς οι καγιανάδες
      γενική του καγιανά των καγιανάδων
    αιτιατική τον καγιανά τους καγιανάδες
     κλητική καγιανά καγιανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καγιανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaygana < περσική خاگینه (khâgine, "ομελέτα")

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ʝaˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐για‐νάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καγιανάς αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • καγιανάςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • καγιανάς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)