ομελέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομελέτα | οι | ομελέτες |
γενική | της | ομελέτας | — | |
αιτιατική | την | ομελέτα | τις | ομελέτες |
κλητική | ομελέτα | ομελέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- ομελέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική omelette < λατινική lamella, υποκοριστικό του lamina (λεπτό πιάτο)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.meˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐με‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομελέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά, μαγειρεμένα με λάδι στο τηγάνι, στα οποία προστίθενται ενίοτε κι άλλα υλικά, όπως τυρί, αλλαντικά, πατάτες κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
ομελέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ομελέτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ομελέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ομελέτα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)