σφουγγάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφουγγάτο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφουγγάτο (πίτα που μοιάζει με σφουγγάρι) < σφογγάτον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfuɲˈga.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφουγ‐γά‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφουγγάτο ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος ομελέτας με λαχανικά
- ※ Το τέλειο καλοκαιρινό «σουφλέ», μια κολοκυθόπιτα χωρίς φύλλα ή μια αφράτη ομελέτα με κολοκύθια και τυριά; Όπως και να το πείτε, το σαντορινιό σφουγγάτο είναι σκέτη απόλαυση!
- Νένα Ισμυρνόγλου, Σφουγγάτο Σαντορίνης, το καλοκαιρινό ελληνικό «σουφλέ»!, Γαστρονόμος
- ※ Το τέλειο καλοκαιρινό «σουφλέ», μια κολοκυθόπιτα χωρίς φύλλα ή μια αφράτη ομελέτα με κολοκύθια και τυριά; Όπως και να το πείτε, το σαντορινιό σφουγγάτο είναι σκέτη απόλαυση!
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφουγγάτο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφουγγάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας