σουφλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουφλέ < γαλλική soufflé < souffler < λατινική sufflo < sub + flo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhle- (φουσκώνω, διογκώνω, μεγεθύνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουφλέ ουδέτερο άκλιτο
σουφλέ ουδέτερο άκλιτο