Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφουγγάρι τα σφουγγάρια
      γενική του σφουγγαριού των σφουγγαριών
    αιτιατική το σφουγγάρι τα σφουγγάρια
     κλητική σφουγγάρι σφουγγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα κίτρινο σφουγγάρι του βυθού
 
ένα σφουγγάρι για το καθάρισμα των επιφανειών, καθώς και για το σώμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφουγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφουγγάρι < ελληνιστική κοινή σπογγάριον, *σφογγάριον, υποκοριστικό της αρχαία ελληνική σπόγγος / σφόγγος (η τροπή /o > u/ συναίβει από τη επίδραση του χειλικού /f/ και του υπερωιτικού /g/)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sfuŋˈga.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφουγ‐γά‐ρι
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφουγγάρι ουδέτερο

  1. (ζωολογία) ζώο που ζει στο βυθό της θάλασσας
  2. μαλακή απορροφητική τρυπητή μάζα που φτιάχτηκε από επεξεργασία του ομώνυμου πλάσματος και χρησιμοποιείται για καθάρισμα του δέρματος ή των αντικειμένων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα