σφουγγάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφουγγάρι | τα | σφουγγάρια |
γενική | του | σφουγγαριού | των | σφουγγαριών |
αιτιατική | το | σφουγγάρι | τα | σφουγγάρια |
κλητική | σφουγγάρι | σφουγγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφουγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφουγγάρι < ελληνιστική κοινή σπογγάριον, *σφογγάριον, υποκοριστικό της αρχαία ελληνική σπόγγος / σφόγγος (η τροπή /o > u/ συναίβει από τη επίδραση του χειλικού /f/ και του υπερωιτικού /g/)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfuŋˈga.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφουγ‐γά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφουγγάρι ουδέτερο
- (ζωολογία) ζώο που ζει στο βυθό της θάλασσας
- μαλακή απορροφητική τρυπητή μάζα που φτιάχτηκε από επεξεργασία του ομώνυμου πλάσματος και χρησιμοποιείται για καθάρισμα του δέρματος ή των αντικειμένων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σφουγγάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφουγγάρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφουγγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας