Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόγγος οι σπόγγοι
      γενική του σπόγγου των σπόγγων
    αιτιατική τον σπόγγο τους σπόγγους
     κλητική σπόγγε σπόγγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπόγγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόγγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspoŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπόγ‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπόγγος αρσενικό

  1. (ζώο)
    1. το θαλάσσιο σφουγγάρι, ο κεράτινος σκελετός του ομώνυμου ζώου
    2. στον πληθυντικό: οι Σπόγγοι, συνομοταξία του ζωικού βασιλείου
  2. (ειδικότερα) το σφουγγάρι που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του μαυροπίνακα σε εκπαιδευτικές μονάδες

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπόγγος οἱ σπόγγοι
      γενική τοῦ σπόγγου τῶν σπόγγων
      δοτική τῷ σπόγγ τοῖς σπόγγοις
    αιτιατική τὸν σπόγγον τοὺς σπόγγους
     κλητική ! σπόγγε σπόγγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπόγγω
γεν-δοτ τοῖν  σπόγγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπόγγος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπόγγος θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία