Ετυμολογία

επεξεργασία
σπογγίζω < αρχαία ελληνική σπογγίζω < σπόγγος

σπογγίζω (παθητική φωνή: σπογγίζομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία