σπογγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπογγίζω < αρχαία ελληνική σπογγίζω < σπόγγος
Ρήμα
επεξεργασίασπογγίζω (παθητική φωνή: σπογγίζομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπογγίζω | σπόγγιζα | θα σπογγίζω | να σπογγίζω | σπογγίζοντας | |
β' ενικ. | σπογγίζεις | σπόγγιζες | θα σπογγίζεις | να σπογγίζεις | σπόγγιζε | |
γ' ενικ. | σπογγίζει | σπόγγιζε | θα σπογγίζει | να σπογγίζει | ||
α' πληθ. | σπογγίζουμε | σπογγίζαμε | θα σπογγίζουμε | να σπογγίζουμε | ||
β' πληθ. | σπογγίζετε | σπογγίζατε | θα σπογγίζετε | να σπογγίζετε | σπογγίζετε | |
γ' πληθ. | σπογγίζουν(ε) | σπόγγιζαν σπογγίζαν(ε) |
θα σπογγίζουν(ε) | να σπογγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπόγγισα | θα σπογγίσω | να σπογγίσω | σπογγίσει | ||
β' ενικ. | σπόγγισες | θα σπογγίσεις | να σπογγίσεις | σπόγγισε | ||
γ' ενικ. | σπόγγισε | θα σπογγίσει | να σπογγίσει | |||
α' πληθ. | σπογγίσαμε | θα σπογγίσουμε | να σπογγίσουμε | |||
β' πληθ. | σπογγίσατε | θα σπογγίσετε | να σπογγίσετε | σπογγίστε | ||
γ' πληθ. | σπόγγισαν σπογγίσαν(ε) |
θα σπογγίσουν(ε) | να σπογγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπογγίσει | είχα σπογγίσει | θα έχω σπογγίσει | να έχω σπογγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπογγίσει | είχες σπογγίσει | θα έχεις σπογγίσει | να έχεις σπογγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπογγίσει | είχε σπογγίσει | θα έχει σπογγίσει | να έχει σπογγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπογγίσει | είχαμε σπογγίσει | θα έχουμε σπογγίσει | να έχουμε σπογγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπογγίσει | είχατε σπογγίσει | θα έχετε σπογγίσει | να έχετε σπογγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπογγίσει | είχαν σπογγίσει | θα έχουν σπογγίσει | να έχουν σπογγίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπογγίζω
|