Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουπίζω < σκούπ(α) + -ίζω  και δείτε τη λέξη scopa (λατινικά)

σκουπίζω, αόρ.: σκούπισα, παθ.φωνή: σκουπίζομαι, π.αόρ.: σκουπίστηκα, μτχ.π.π.: σκουπισμένος

  1. καθαρίζω έναν χώρο χρησιμοποιώντας σκούπα
     συνώνυμα: σαρώνω
  2. καθαρίζω μια επιφάνεια από υγρά ή στερεά ανεπιθύμητα αντικείμενα
    πάρε μια πετσέτα και σκούπισε τον ιδρώτα σου

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη σκούπα

Μεταφράσεις

επεξεργασία