Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκουπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκουπισμέν
ος
η
σκουπισμέν
η
το
σκουπισμέν
ο
γενική
του
σκουπισμέν
ου
της
σκουπισμέν
ης
του
σκουπισμέν
ου
αιτιατική
τον
σκουπισμέν
ο
τη
σκουπισμέν
η
το
σκουπισμέν
ο
κλητική
σκουπισμέν
ε
σκουπισμέν
η
σκουπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκουπισμέν
οι
οι
σκουπισμέν
ες
τα
σκουπισμέν
α
γενική
των
σκουπισμέν
ων
των
σκουπισμέν
ων
των
σκουπισμέν
ων
αιτιατική
τους
σκουπισμέν
ους
τις
σκουπισμέν
ες
τα
σκουπισμέν
α
κλητική
σκουπισμέν
οι
σκουπισμέν
ες
σκουπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σκουπισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σκουπίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
καθαριοσκουπισμένος
καλοσκουπισμένος
μισοσκουπισμένος
ξανασκουπισμένος
ψευτοσκουπισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκουπισμένος