ενεστώτας sweep
γ΄ ενικό ενεστώτα sweeps
αόριστος swept
παθητική μετοχή swept
ενεργητική μετοχή sweeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sweep (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκουπίζω, καθαρίζω έναν χώρο χρησιμοποιώντας σκούπα
    ⮡  I sweep the crumbs under the rug.
    Σκουπίζω τα ψίχουλα κάτω από το χαλί.
  2. (μεταβατικό) σκουπίζω, αφαιρώ κάτι από μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας μια βούρτσα, το χέρι μου κτλ.
    ⮡  I swept up the dead leaves.
    Σκούπισα τα ξερά φύλλα.
  3. (μεταβατικό) παίρνω, μετακινώ ή σπρώχνω κάποιον ή κάτι ξαφνικά και με πολλή δύναμη
    ⮡  The waves swept him overboard.
    Τον πήραν τα κύματα από το πλοίο.
    ⮡  The current swept everything in its path.
    Το ρεύμα πήρε τα πάντα στον δρόμο του.
    ⮡  The floods swept many bridges away.
    Οι πλημμύρες πήραν πολλές γέφυρες.