σπογγάνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασπογγάνθρακας αρσενικό
- άνθρακας που παράγεται από την αποτέφρωση ή καύση κομμένων σπόγγων
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπογγάνθρακας
|
σπογγάνθρακας αρσενικό
|