Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπόγγοι < σπόγγοι, πληθυντικός του σπόγγος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σπόγγοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία