σπογγαλιευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπογγαλιευτικός (μαρτυρείται από το 1886)[1] < σπογγαλιεύ(ς) + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίασπογγαλιευτικός, -ή, ό
- που σχετίζεται με την σπογγαλιεία
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) → δείτε τη λέξη σπογγαλιευτικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σπογγαλιεία, σπόγγος και αλιεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπογγαλιευτικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- σπογγαλιευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπογγαλιευτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)