↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπογγαλιευτικός η σπογγαλιευτική το σπογγαλιευτικό
      γενική του σπογγαλιευτικού της σπογγαλιευτικής του σπογγαλιευτικού
    αιτιατική τον σπογγαλιευτικό τη σπογγαλιευτική το σπογγαλιευτικό
     κλητική σπογγαλιευτικέ σπογγαλιευτική σπογγαλιευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπογγαλιευτικοί οι σπογγαλιευτικές τα σπογγαλιευτικά
      γενική των σπογγαλιευτικών των σπογγαλιευτικών των σπογγαλιευτικών
    αιτιατική τους σπογγαλιευτικούς τις σπογγαλιευτικές τα σπογγαλιευτικά
     κλητική σπογγαλιευτικοί σπογγαλιευτικές σπογγαλιευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπογγαλιευτικός (μαρτυρείται από το 1886)[1] < σπογγαλιεύ(ς) + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σπογγαλιευτικός, -ή, ό

  1. που σχετίζεται με την σπογγαλιεία
  2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) → δείτε τη λέξη σπογγαλιευτικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου