Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπογγαλιευτικό τα σπογγαλιευτικά
      γενική του σπογγαλιευτικού των σπογγαλιευτικών
    αιτιατική το σπογγαλιευτικό τα σπογγαλιευτικά
     κλητική σπογγαλιευτικό σπογγαλιευτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπογγαλιευτικό < σπογγαλιεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπογγαλιευτικό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σπογγαλιευτικό