↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπογγοειδής η σπογγοειδής το σπογγοειδές
      γενική του σπογγοειδούς* της σπογγοειδούς του σπογγοειδούς
    αιτιατική τον σπογγοειδή τη σπογγοειδή το σπογγοειδές
     κλητική σπογγοειδή(ς) σπογγοειδής σπογγοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπογγοειδείς οι σπογγοειδείς τα σπογγοειδή
      γενική των σπογγοειδών των σπογγοειδών των σπογγοειδών
    αιτιατική τους σπογγοειδείς τις σπογγοειδείς τα σπογγοειδή
     κλητική σπογγοειδείς σπογγοειδείς σπογγοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπογγοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπογγοειδής < σπόγγος + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

σπογγοειδής

  • που η μορφή του ή η σύστασή του είναι παρόμοια με του σπόγγου

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σπογγοειδής τὸ σπογγοειδές
      γενική τοῦ/τῆς σπογγοειδοῦς τοῦ σπογγοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ σπογγοειδεῖ τῷ σπογγοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν σπογγοειδ τὸ σπογγοειδές
     κλητική ! σπογγοειδές σπογγοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σπογγοειδεῖς τὰ σπογγοειδ
      γενική τῶν σπογγοειδῶν τῶν σπογγοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σπογγοειδέσ(ν) τοῖς σπογγοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σπογγοειδεῖς τὰ σπογγοειδ
     κλητική ! σπογγοειδεῖς σπογγοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σπογγοειδεῖ τὼ σπογγοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν σπογγοειδοῖν τοῖν σπογγοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σπογγοειδής, ήδη στον Ιπποκράτη < σπόγγος + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

σπογγοειδής, -ής, -ές

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία