σπογγοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπογγοειδής | η | σπογγοειδής | το | σπογγοειδές |
γενική | του | σπογγοειδούς* | της | σπογγοειδούς | του | σπογγοειδούς |
αιτιατική | τον | σπογγοειδή | τη | σπογγοειδή | το | σπογγοειδές |
κλητική | σπογγοειδή(ς) | σπογγοειδής | σπογγοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπογγοειδείς | οι | σπογγοειδείς | τα | σπογγοειδή |
γενική | των | σπογγοειδών | των | σπογγοειδών | των | σπογγοειδών |
αιτιατική | τους | σπογγοειδείς | τις | σπογγοειδείς | τα | σπογγοειδή |
κλητική | σπογγοειδείς | σπογγοειδείς | σπογγοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπογγοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπογγοειδής < σπόγγος + -ο- + -ειδής
Επίθετο επεξεργασία
σπογγοειδής
- που η μορφή του ή η σύστασή του είναι παρόμοια με του σπόγγου
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπογγοειδής
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
σπογγοειδής, ήδη στον Ιπποκράτη < σπόγγος + -ο- + -ειδής
Επίθετο επεξεργασία
σπογγοειδής, -ής, -ές
Ταυτόσημο επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- σπογγοειδῶς (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σπόγγος
Πηγές επεξεργασία
- σπογγοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.